Οι "ΤΡΙΜΙΝΟΡΕ" (πρώην "ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ) αυτό το χειμώνα παίζουν Live κατόπι προσκλήσεως σε εκδηλώσεις σε διάφορους χώρους αλλά και σε σπίτια. (Διαθέτουμε και δικά μας ηχητικά)
*************************************************

Τραγoύδι

Όρος που, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει τη φωνητική έκφραση της μουσικής. Με το τ., σε αυτή του την έννοια, συνδέεται η ίδια η καταγωγή της μουσικής, αφού η ανθρώπινη φωνή μπορεί να θεωρηθεί ως το παλαιότερο μουσικό όργανο. Μια ιστορία λοιπόν του τ. μπορεί να ταυτιστεί με την εξέλιξη της φωνητικής μουσικής, από τις σημαντικότερες εκφραστικές λειτουργίες του, όπως εμφανίζονται στον πολιτισμό των πρωτόγονων λαών, που δεν αγνοούν, όπως π.χ. οι Πυγμαίοι, το πολύπλοκο της πολυφωνικής μουσικής (και το τ. συνοδεύει τα γεγονότα της ζωής του ανθρώπου από τη γέννηση έως τον θάνατο), έως τις εκδηλώσεις του τ., όπως πραγματοποιήθηκαν και διαδόθηκαν στη χριστιανική εποχή, η οποία απορρόφησε τις προηγούμενες μουσικές εμπειρίες των ανατολικών λαών και του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. Στην πιθανή αυτή ιστορία του τ., όταν την πάρουμε με την έννοια της συνεχούς εξέλιξης της ανθρώπινης φωνής, μπορούμε να ξεχωρίσουμε 3 μεγάλες περιόδους: την πρώτη, της μονοφωνίας (τ. με μια μόνο φωνή) που βασίζεται στην ταυτοφωνία (unisono), που από την αρχαιότητα φτάνει έως τον 10o αι. μ.Χ.· τη δεύτερη, στην οποία επικρατεί η πολυφωνία και αναπτύσσεται από τον Μεσαίωνα έως τον 16o αι.· και την τρίτη, της ομοφωνίας, στην οποία το τ. συνοδεύεται από όργανα. Η τελευταία αυτή φάση, που άρχισε ήδη από τον 14o αι., πλουτίζεται σιγά σιγά, εωσότου κορυφωθεί με την άνθηση του μελοδράματος, ιδιαίτερα πλούσια τον 18o και 19o αι., οπότε προβάλλεται με εξαιρετικά εντυπωσιακό τρόπο η μορφή του τραγουδιστή, με όλη την ευρύτατη επίδραση που ασκεί στη ζωή του θεάματος και στις μουσικές συνήθειες. Στην περίοδο αυτή αποκτούν σημασία και οι σχολές τ., η ανάγκη του οποίου διαπιστώνεται εξάλλου και από την εισαγωγή του στις μουσικές εκδηλώσεις θρησκευτικού και λειτουργικού χαρακτήρα. Η Εκκλησία ενδιαφέρθηκε πραγματικά πολύ για τη διάδοση και διδασκαλία του τ. Έτσι ο πάπας Ιλάριος, τον 5o αι., ίδρυσε στη Ρώμη μια σημαντική σχολή τ., που αργότερα την πήραν ως υπόδειγμα πολλά άλλα ιταλικά και ευρωπαϊκά κέντρα, στα οποία εμφανίστηκαν, ακολουθώντας την ιστορική πορεία του τ., και άλλες σχολές στις ηγεμονικές αυλές για την ανάπτυξη της μη θρησκευτικής φωνητικής μουσικής. Για τις ποικίλες εξάλλου απαιτήσεις του τ. προνόησαν συχνά οι ίδιοι οι μουσικοί, με θεωρητικά δοκίμια και συνθέσεις διδακτικού περιεχομένου, αφιερωμένες στην τελειοποίηση των ιδιαίτερων φωνών, με τις οποίες μπορεί να εκδηλωθεί το τ.: σοπράνο acuto (λυρική υψίφωνη), σοπράνο (υψίφωνη), μέτζο σοπράνο (μεσόφωνη), κοντράλτο (βαρύφωνος), τενόρος (οξύφωνος), βαρύτονος, μπάσος και μπάσος βαθύς (μπάσο προφόντο). Στην οργανική μουσική, το τ. έχει αξία μελωδίας, τόσο πλούσιας σε εκφραστικότητα, όσο περισσότερο, από τον ήχο των οργάνων, μοιάζει ακριβώς να θυμίζει μια αρχική παρουσία της ανθρώπινης φωνής.
Στην Ελλάδα, η ιστορία του τ. έχει ρίζες, που ξεκινούν από τη διονυσιακή λατρεία και τη φωνητική και ενόργανη έκφραση της αρχαίας τραγωδίας, περνούν από την υμνογραφία του βυζαντινού μέλους και φτάνουν, χωρίς σχεδόν διακοπή, έως το δημοτικό τ. Στον χώρο της δημοτικής μουσικής –βασικά και σχεδόν χωρίς εξαίρεση μονοφωνικής– η επίδραση του βυζαντινού μέλους και, σε μικρότερη κλίμακα, διαφόρων άλλων ανατολικών πηγών, είναι συχνά φανερή. Άλλωστε, αν κρίνουμε από την πρώτη γραπτή μαρτυρία που έφτασε έως εμάς (μια ανθολογία 13 τ., που βρέθηκαν το 1880 στη μονή Ιβήρων του Aγίου Όρους και καταγράφηκαν σε βυζαντινή παρασημαντική τον 17o αι., αλλά που ανάγονται ασφαλώς σε εποχή πολύ προγενέστερη), πολλά από τα δημοτικά τ. τα τραγουδούσαν ήδη στο Βυζάντιο. Η διάδοσή τους όμως έγινε στοματικά, αφού σε ολόκληρη τη βυζαντινή περίοδο κάθε είδους εξωεκκλησιαστική μουσική, η οποία μάλιστα βασιζόταν σε ποιητικά κείμενα γραμμένα σε λαϊκή γλώσσα, πιστευόταν πως ήταν βέβηλη και απέφευγαν την καταγραφή τους. Ωστόσο, από όσα στοιχεία διασώθηκαν, καθώς και από την πρόσφατη μουσικολαογραφική έρευνα μελετητών όπως οι Ουμβέρτος Περνό, Μέλπω Μερλιέ, Σαμουήλ Μπο - Μποβί, Σ. Μιχαηλίδης, Μπερτράν Μπουβιέ κ.ά., προκύπτει ότι η νεοελληνική δημοτική μουσική βασίζεται σε ιδιότυπες κλίμακες, που ανήκουν και στα 3 μουσικά γένη: το διατονικό, το χρωματικό και το εναρμόνιο, που παρουσιάζει και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, γιατί περιέχει διαστήματα μικρότερα των ημιτονίων, που οφείλονται στις έλξεις των διαφόρων βαθμίδων των δημοτικών κλιμάκων, καθώς και στην κατασκευή και τεχνική των δημοτικών μουσικών οργάνων.
Από ρυθμική άποψη, τα νεοελληνικά δημοτικά τ. παρουσιάζουν ασυνήθιστο πλούτο και χωρίζονται σε 3 βασικά κατηγορίες: στα ελεύθερα, όπου ο εκτελεστής αυτοσχεδιάζει ξεκινώντας από δεδομένα μελωδικά πρότυπα και όπου η ρυθμική διάρθρωση δεν είναι δυνατόν να τοποθετηθεί σε συνηθισμένα μουσικά μέτρα· στα ρυθμοειδή, με χαλαρή ρυθμική διάρθρωση· και τέλος στα ερυθρά, στα οποία συνήθως υπάγονται τα χορευτικά τραγούδια.
Ως περιεχόμενο, η ελληνική δημοτική μουσική –όπως άλλωστε και η ποίηση– είναι μια έκφραση ζωής, η οποία δίνεται με εξαιρετικά λιτά μέσα, αλλά και με ασυνήθιστη δύναμη, και θα μπορούσε να χωριστεί σε δυο μεγάλους κύκλους, οι οποίοι σημειώνουν και δυο διαφορετικές περιόδους της ιστορικής πορείας του έθνους. Στον πρώτο κύκλο ανήκει το ακριτικό τ., που δημιουργείται μεταξύ 8ου και 10ου αι. και αναφέρεται στη ζωή και στους αγώνες των παραμεθόριων πληθυσμών (ακρίτες) της Bυζαντινής αυτοκρατορίας. Στον δεύτερο κύκλο ανήκουν το κλέφτικο τ., που δημιουργείται στα τελευταία χρόνια του Βυζαντίου και φτάνει έως την Ελληνική Επανάσταση, καθώς και όλα τα άλλα τ. του νεότερου Ελληνισμού, έως το 1821, ανάμεσα στα οποία και τα τ. περιστάσεων –εύθυμα, σατιρικά, αποκριάτικα, του γάμου, της ξενιτιάς κλπ.– καθώς και τα σημαντικότατα μοιρολόγια, πραγματικοί κομμοί, που συχνά αγγίζουν τόνους βαθύτατα τραγικούς.
Ανάλογα με τον τόπο καταγωγής τους, τα δημοτικά τ. διαμορφώνουν όχι μόνο έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα, αλλά και ένα ξεχωριστό είδος. Έτσι π.χ. το κλέφτικο τ. του Μωριά ή της Ρούμελης είναι άγνωστο στα νησιά, ενώ ο χαρακτήρας της κρητικής μαντινάδας (σατιρικού, αλλά και συχνά ερωτικού περιεχομένου) ή του τ. της τάβλας (σε ελεύθερο ρυθμό, που το τραγουδούν οι συνδαιτυμόνες γύρω από το τραπέζι) είναι διαφορετικός από τον χαρακτήρα του τ. των νησιών του Αιγαίου, της δωδεκανησιακής σούστας, της ζακυνθινής αρέκιας (από το ιταλικό orechio = αυτί, ερωτικά συνήθως δίστιχα ή τετράστιχα, που τραγουδιούνται σε τρίφωνη ή τετράφωνη ομοφωνία), με το έντονο δυτικό χρώμα, ή τέλος, των χαρακτηριστικότατων φωνών της Κύπρου: μελωδιών ανάλογων με τις κρητικές μαντινάδες. Σημαντικό ενδιαφέρον από μουσική άποψη προυσιάζουν τα δημοτικά τ. της Βόρειας Ηπείρου, που είναι και τα μοναδικά δείγματα –τουλάχιστον στον ελληνικό χώρο– πολυφωνικής μουσικής.
Στον τομέα της έντεχνης μουσικής, το δημοτικό τ. επέδρασε σημαντικά στη διαμόρφωση της μουσικής γλώσσας των συνθετών της Νεοελληνικής Σχολής, μερικοί από τους οποίους άφησαν χαρακτηριστικά δείγματα, όπως π.χ. οι Γεώργιος Λαμπελέτ, Δ. Λαυράγκας, Μ. Καλομοίρης (Ίαμβοι και Ανάπαιστοι, Μαγιοβότανα), Αιμ. Ριάδης (Οδαλίσκη), Μ. Βάρβογλης, Γ. Σκλάβος, Αντ. Ευαγγελάτος κ.ά.
Τα τελευταία χρόνια εμφανίστηκε στην Ελλάδα και ένα άλλο είδος τ., γνωστό σήμερα ως λαϊκό τ., που εσφαλμένα συγχέεται με το δημοτικό τ. και που είναι δημιούργημα του ανώνυμου –κάποτε μάλιστα και επώνυμου– τραγουδιστή των πόλεων· στην κατηγορία αυτή ανήκουν τραγούδια, όπως π.χ., η Αθηναϊκή καντάδα ή το σχετικά σύγχρονο ρεμπέτικο.
τ. των πουλιών. Η σύριγγα, όργανο που βρίσκεται κοντά στη διχάλωση της τραχείας ή στην αρχή των βρόγχων, επιτρέπει στα πουλιά να εκπέμπουν φθόγγους, που έχουν ιδιαίτερη ένταση, ύψος και ηχόχρωμα, τα οποία μεταγράφηκαν με μουσικές νότες και με ονοματοποιία. Η μελέτη του τ. των πουλιών ονομάζεται ορνιθομελογραφία. Γενικά, όχι όμως πάντα, τραγουδά το αρσενικό.
Τα είδη των ωδικών πουλιών αφθονούν, κυρίως ανάμεσα στα στρουθοειδή των εύκρατων περιοχών. Σε σχέση με τη μουσική, τα πουλιά διακρίνονται σε 4 κατηγορίες: αυτά που επαναλαμβάνουν ακούραστα μοτίβα από όμοιες νότες, όπως ο πράσινος δρυοκολάπτης· άλλα, που ποικίλλουν τη μελωδία, κρατώντας σταθερό τον ρυθμό, όπως ο σπίνος· μιμητικά όπως ο γάρρουλος, η κίσσα και οι παπαγάλοι· πουλιά που αυτοσχεδιάζουν, ικανά να κελαηδούν τ. διαφορετικά το ένα από το άλλο, όπως ο κότσυφας.
Το αηδόνι έχει χαρακτηριστικό τ.: σχηματίζεται από την εναλλασσόμενη επανάληψη δύο σειρών από νότες, που ακολουθούνται από μια τρίλλια επάνω σε ένα μόνο φθόγγο, και καταλήγει σε ένα τερέτισμα. Πολλά πουλιά, αντίθετα, βγάζουν μια απλή κραυγή, που αποτελείται από ένα μικρό σύνολο ήχων, το οποίο επαναλαμβάνεται πάντοτε, όπως το κρώξιμο του κόρακα, η άχαρη κραυγή του παγωνιού, το κούκου του κούκου, το κικιρίκου του πετεινού.
Από τους μουσικούς που έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το τ. των πουλιών, είναι ο Γάλλος Ολιβιέ Μεσιάν, που μελέτησε και κατέγραψε περισσότερα από 3.000 διαφορετικά είδη ή παραλλαγές κελαηδίσματος εξωτικών κυρίως αλλά και πολλών άλλων συνηθισμένων πουλιών. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι τον 18o αι. τ. των πουλιών, όπως το κούκου του κούκου ή το κακάρισμα της κότας, ενέπνευσαν σε μουσικούς όπως ο Κουπρέν, ο Ραμό ή ο Ντακέν (1694-1772) σύντομα μουσικά κομμάτια, που θεωρούνται αριστουργήματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε παρακάτω το σχόλιο σας και στην Υποβολή σχολίου ως: επιλέξτε το Ανώνυμος/η και μετά πατήστε την Δημοσίευση σχολίου
Καλό θα είναι (στο τέλος ή την αρχή του σχολίου σας) αν θέλετε να βάζετε το όνομα σας ή ένα ψευδώνυμο.